- μαρμαρικός
- -ή, -ό (Α μαρμαρικός, -ή, -όν) [μάρμαρος]νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρικήη τέχνη τού μαρμαρά, η μαρμαρογλυφία («μαθαίνει τη μαρμαρική»)2. το σύνολο τών μερών ενός οικοδομήματος τα οποία είναι κατασκευασμένα από μάρμαρο («έχει αναλάβει τη μαρμαρική τού σπιτιού»)αρχ.1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, μαρμάρινος2. αυτός που προέρχεται από τη Μαρμαρική, παράλια περιοχή τής βόρειας Αφρικής.
Dictionary of Greek. 2013.